- κατατέρπω
- κατατέρπω,A delight greatly, in [voice] Pass., LXX Ze.3.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατέρπω — (AM) προξενώ ευχαρίστηση («εὐφραίνου καὶ κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου», ΠΔ) … Dictionary of Greek